λυκάβας

λυκάβας
Όνομα μυθολογικών προσώπων. 1. Ένας από τους Κενταύρους. Η μυθολογική παράδοση αναφέρει ότι όταν ο Πείριθος παντρεύτηκε την Ιπποδάμεια, οι Κένταυροι προσπάθησαν να απαγάγουν αυτή και άλλες γυναίκες. Ο Λ. πρόλαβε και έφυγε από τη διαμάχη που ακολούθησε, στην οποία σκοτώθηκαν πολλοί και από τις δύο πλευρές. 2. Ασσύριος πολεμιστής. Προσπάθησε να απαγάγει την Ανδρομέδα μετά τον γάμο της με τον Περσέα. Λέγεται ότι τον σκότωσε ο Περσέας ή ότι έμεινε στον τόπο και έγινε άγαλμα όταν είδε το κεφάλι της Μέδουσας που είχε ο ήρωας μαζί του. 3. Τυρρηνός πειρατής. Σύμφωνα με την παράδοση, είχε εγκαταλείψει την πατρίδα του επειδή είχε σκοτώσει κάποιον. Στη Νάξο συνάντησε τον Διόνυσο και του επιτέθηκε για να τον ληστέψει, επειδή νόμισε ότι ήταν ένα πλούσιο βασιλόπουλο. Τόσο αυτός όσο και οι φίλοι του μεταμορφώθηκαν σε δελφίνια. Η σκηνή αυτή απεικονίζεται στη ζωφόρο του μνημείου του Λυσικράτη στην Αθήνα (4ος αι. π.Χ.), το οποίο είναι γνωστό σήμερα ως Φανάρι του Διογένη.
* * *
λυκάβας, -αντος, ὁ (Α)
1. έτος («τοῡ δ' αὐτοῡ λυκάβαντος ἐλεύσεται Ὀδυσσεύς», Ομ. Οδ.)
2. σπαν. μήνας
3. πιθ. ημέρα.
[ΕΤΥΜΟΛ. Η μορφή τής λ. θυμίζει παράγωγα, όπως κιλλίβας, ἀκρίβας, ἀλίβας, από τα οποία ορισμένα πιθ. να είναι σύνθετα από το θέμα τού βαίνω. Η σημ. καθώς και η ετυμολ. τού τ. είναι αβέβαιες. Πολλές απόψεις έχουν διατυπωθεί, από τις οποίες η πιο συνήθης θέλει τη λ. σύνθετη < λυκ- (πρβλ. *λύκη, λύχνος) + ἄβα, κατά τον Ησύχ. «τροχός», δηλ. «ο τροχός τού φωτός τού ηλίου», από όπου και η σημ. «έτος» που έχει αποδοθεί στη λ. Η άποψη αυτή πάντως δεν μπορεί να γίνει ανεπιφύλακτα αποδεκτή, δοθέντος ότι αμφισβητείται η ίδια η ύπαρξη και η σημ. τού τ. ἄβα. Κατ' άλλη άποψη, η λ. θεωρείται λυδική και σημαίνει «βασιλιάς τών Λυκίων», δηλ. Απόλλων, από όπου η λ. θα σήμαινε «γιορτή προς τιμήν τού Απόλλωνος». Κατ' άλλη άποψη, ο τ. θεωρείται σύνθ. τού λύκος και ερμηνεύεται ως «ώρα τού λύκου», δηλ. χειμώνας, από όπου και γενικά η σημ. «χρόνος, έτος». 'Αλλοι πιστεύουν ότι η λ. είναι προελληνική και δηλώνει την τελετή προς τιμήν ενός θεού και τή συνδέουν με τον τ. Λυκαβηττός. Τέλος, έχει διατυπωθεί η υπόθεση ότι ο τ. αναφέρεται σε μια ανοιξιάτικη γιορτή προς τιμήν τού Apollon - Souris, ο οποίος σκοτώνει τα ποντίκια (πρβλ. Απόλλων Λύκειος, Απόλλων Σμινθεύς) και συνδέει τον τ. με ιρλδ. luch «ποντικός»].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • λυκάβας — λυκάβᾱς , λυκάβας year masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • λυκαβαντίδας — λυκάβας year fem acc pl λυκαβαντίδες year fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • λυκαβάντων — λυκάβας year masc gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • λυκάβαντα — λυκάβας year masc acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • λυκάβαντας — λυκάβας year masc acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • λυκάβαντες — λυκάβας year masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • λυκάβαντι — λυκάβας year masc dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • λυκάβαντος — λυκάβας year masc gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • λυκάβαντ' — λυκάβαντα , λυκάβας year masc acc sg λυκάβαντι , λυκάβας year masc dat sg λυκάβαντε , λυκάβας year masc nom/voc/acc dual …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • λυκαβαντίς — λυκαβαντίς, ίδος, ἡ (Α) [λυκάβας] (μόνο στη φρ.) «λυκαβαντίδες ὧραι» οι ώρες που συναποτελούν το έτος …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”